- εμβρυολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εμβρυολογία (βλ. λ.): Εμβρυολογικές μελέτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμβρυολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμβρυολογία … Dictionary of Greek